- φιλοσοφικώς
- φιλοσοφικῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. φιλοσοφικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοσοφικῶς — φιλοσοφικός concerned with adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοσοφικός — ή, ό / φιλοσοφικός, ή, όν, ΝΜΑ [φιλόσοφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοσοφία (α. «φιλοσοφική θεωρία» β. «φιλοσοφικός στοχασμός») νεοελλ. 1. αυτός που προσιδιάζει σε φιλόσοφο («φιλοσοφική απάθεια») 2. φρ. α) «φιλοσοφική ανθρωπολογία» η… … Dictionary of Greek
HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… … Hofmann J. Lexicon universale
PALAMEDIS — in Epigramm. veteri de Tabula, Hoc opus inventor nimium Palamedis amavit, Et parili excellens Mucius ingeniô: pro Palamedes, Graece Παλαμήδης. Sic Artabassis, pro Artabasses, apud Vobisc. in Probo, c. 4. Graece Α᾿ρταβάςςης: Lyristis, apud… … Hofmann J. Lexicon universale
εμφιλόσοφος — ἐμφιλόσοφος, ον (AM) αυτός που περιέχει ή περιλαμβάνει φιλοσοφία, ο φιλοσοφικός. επίρρ... ἐμφιλοσόφως με φιλοσοφία, φιλοσοφικώς … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek